ψαλτήριο, το
Ερμηνεία:
1. Πέταλο που αποτελείται από νευρικές ίνες, οι οποίες διασταυρώνονται και ξεκινούν από της κροσσούς του ιπποκάμπου κάθε ημισφαιρίου και εκτείνονται ανάμεσα στα οπίσθια σκέλη της ψαλίδας του εγκεφάλου.
2. Ο τρίτος στόμαχος των μηρυκαστικών.
3. Μουσικό όργανο, το επονομαζόμενο κανονάκι.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
σύνδεσμος της ψαλίδας [ Delta fornicis; Psalterium; Transverse fornix; Commissura hippocampi; lyra]
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ανατομική:
|